Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπνωτίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypnotize ή γαλλική hypnotiser < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pnoˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πνω‐τί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

υπνωτίζω (παθητική φωνή: υπνωτίζομαι)

  1. αποκοιμίζω κάποιον με υπνωτισμό
  2. (μεταφορικά) παραλύω τη θέληση κάποιου, σαγηνεύω, τον κάνω να υπακούει τυφλά στη θέλησή μου, χωρίς να καταλαβαίνει με σαφήνεια την πραγματικότητα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία