Δείτε επίσης: ἀποκοιμίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκοιμίζω < αρχαία ελληνική ἀποκοιμίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + κοιμίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ciˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κοι‐μί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποκοιμίζω

  1. προκαλώ διάθεση για ύπνο, κάνω να κοιμηθεί κάποιος
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι λιγότερο έντονο (συναίσθημα, κ.λπ.)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία