Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπνωτιστής οι υπνωτιστές
      γενική του υπνωτιστή των υπνωτιστών
    αιτιατική τον υπνωτιστή τους υπνωτιστές
     κλητική υπνωτιστή υπνωτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπνωτιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypnotist[1] < hypnotize < αρχαία ελληνική ὑπνώττω / ὑπνώσσω < ὕπνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπνωτιστής αρσενικό (θηλυκό υπνωτίστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία