υπνώτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπνώτιση | οι | υπνωτίσεις |
γενική | της | υπνώτισης* | των | υπνωτίσεων |
αιτιατική | την | υπνώτιση | τις | υπνωτίσεις |
κλητική | υπνώτιση | υπνωτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπνωτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπνώτιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπνώτιση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπνωτίζω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπνώτιση
|