υγραεριοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υγραεριοφόρος (νεολογισμός) < υγραέρι(ο) + -ο- + -φόρος (< φέρω) < υγρ- + αεριο- + -φόρος
- Όπως στο ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, υγραεριοφόρο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ɣɾa.e.ɾi.oˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γρα‐ε‐ρι‐ο‐φό‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
υγραεριοφόρος, -α/ος, -ο
- που φέρει, ή μεταφέρει υγραέριο
- Εκτίμηση επικινδυνότητας κατά τη μεταφορά Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου σε υγραεριοφόρο πλοίο μέσω χερσαίου τερματικού σταθμού
- Τίτλος διπλωματικής εργασίας, Βολάκη, Φωτεινή DOI
- Εκτίμηση επικινδυνότητας κατά τη μεταφορά Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου σε υγραεριοφόρο πλοίο μέσω χερσαίου τερματικού σταθμού
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- υγραεριοφόρο (ουδέτερο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
που μεταφέρει υγραέριο