Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υγραέριο τα υγραέρια
      γενική του υγραερίου
υγραέριου
των υγραερίων
    αιτιατική το υγραέριο τα υγραέρια
     κλητική υγραέριο υγραέρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγραέριο < υγρό + αέριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υγραέριο ουδέτερο

  • καύσιμη ύλη που διατηρείται σε ειδικά δοχεία υπό πίεση και σε υγρή μορφή, ενώ μετατρέπεται σε αέριο αμέσως μετά την έξοδό του από το δοχείο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία