gas
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- gas < (άμεσο δάνειο) ολλανδική gas
Ουσιαστικό επεξεργασία
gas (en)
- αέριο
- εστία μαγειρέματος που λειτουργεί με υγραέριο (με γκάζι)
- το μεθάνιο και εν γένει τα «αέρια» που εκλύονται από τον οργανισμό των ανθρώπων και των ζώων ως αποτέλεσμα της πέψης (με τις πορδές)
Παράγωγα επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- gas < περικοπή του gasoline
Ουσιαστικό επεξεργασία
gas (en)
Πηγές επεξεργασία
- gas - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- gas - Oxford Learner's Dictionaries
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
gas (it)
- αέριο
- γκάζι
- πατάω γκάζι στο αυτοκίνητο
Πηγές επεξεργασία
- gas - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).