Δείτε επίσης: gas-

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

gas < (άμεσο δάνειο) ολλανδική gas

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gas (en)

  1. αέριο
  2. εστία μαγειρέματος που λειτουργεί με υγραέριο (με γκάζι)
  3. το μεθάνιο και εν γένει τα «αέρια» που εκλύονται από τον οργανισμό των ανθρώπων και των ζώων ως αποτέλεσμα της πέψης (με τις πορδές)

Παράγωγα επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

gas < περικοπή του gasoline

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gas (en)

  Πηγές επεξεργασία

  • gas - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • gas - Oxford Learner's Dictionaries



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gas (it)

  1. αέριο
  2. γκάζι
  3. πατάω γκάζι στο αυτοκίνητο

  Πηγές επεξεργασία