Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέρω < αρχαία ελληνική φέρω

  Ρήμα επεξεργασία

φέρω, αόριστος έφερα, λόγια μετοχή ενεστώτα φέρων, παθητική φωνή φέρομαι

  • λόγια μορφή του φέρνω στον Ενεστώτα· τα δύο ρήματα μοιράζονται το ίδιο αοριστικό θέμα φερ (θα φέρω, έφερα, έχω φέρει κ.λπ.)
  1. κρατώ το βάρος κάποιου πράγματος, υποβαστάζω
    τέσσερα τόξα φέρουν το βάρος του θόλου
  2. έχω πάνω μου
    ο νεκρός φέρει πολλαπλά τραύματα στην κοιλιακή χώρα
    ο ναός φέρει διακόσμηση από ψηφιδωτά
    ο ύποπτος έφερε έναν εκρηκτικό μηχανισμό
  3. σχεδιάζω γραμμή
    φέρουμε ευθεία εφαπτομένη του κύκλου στο σημείο Α

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φοράω / φορώ

Σύνθετα επεξεργασία

του ρήματος

και δείτε

όπως ενδεικτικά

  • → δείτε και τη λέξη φοράω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φέρω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φέρνω
  2. θα φέρω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φέρνω



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  φέρω   φέρομαι 
Παρατατικός  ἔφερον   ἐφερόμην 
Μέλλοντας  οἴσω & οἰσῶ (δωρικός  οἴσομαι & οἰσθήσομαι & ἐνεχθήσομαι 
Αόριστος  ἤνεγκα & ἤνεγκον & ἤνεικα (ιωνικός  ἠνεγκάμην & ἠνεγκόμην & ἠνέχθην 
Παρακείμενος  ἐνήνοχα   ἐνήνεγμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐνηνόχειν   ἐνηνέγμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέρω< πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω) (θέμα φερ- (φέρετρον) και με μετάπτωση φορ- (φόρος) και φαρ- (φαρέτρα) και φωρ- (φωριαμός) και οι άλλοι χρόνοι από θέμα ενεκ- και με ετεροίωση ενοκ|χ- και θέμα οισ- (οἰστός)

  Ρήμα επεξεργασία

  1. φέρω (καρπούς), παράγω, φέρω, βγάζω κάτι στο σώμα μου
    ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ᾽ εὐήνορα οἶνον
    οὐ γῆ καρπὸν ἔφερε
    τὰ βρέφη ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας
  2. φέρω συναισθηματικά ή πνευματικά
    θυμῷ φέρων και χαρᾷ φέρων και με επιρρήματα δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι
    μείζω τὴν αἰσχύνην φέρειν
  3. μεταφέρω, φέρνω
    οἱ δὲ δὴ κήρυκες οἱ ἀποπεμφθέντες ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπὶ γῆς αἴτησιν ἀπίκατο οἳ μὲν κεινοί, οἳ δὲ φέροντες γῆν τε καὶ ὕδωρ. (: οικήρυκες που είχαν σταλεί στην Ελλάδα για να ζητήσουν γη, έφταναν άλλοι με άδεια χέρια και άλλοι με γη και ύδωρ
    πέδιλα τά μιν φέρον : τα πέδιλα που θα τον μεταφέρουν
  4. πηγαινοφέρνω, σέρνω εδώ κι εκεί
    ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα
  5. επιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα, προκαλώ
    τὸ σωθῆναι τὸ ψεῦδος φέρει
  6. πληρώνω και πληρώνομαι φόρο, μισθό
    μισθὸν φέροντας δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας
    καὶ τοὺς ἄλλους Κυθηρίους οἰκοῦντας τὴν ἑαυτῶν φόρον τέσσαρα τάλαντα φέρειν
    και στους άλλους Κυθηρίους επιτράπηκε να μείνουν στη χώρα τους καταβάλλοντας φόρο τεσσάρων ταλάντων
    ἥ τε φέρειν κλέος ἀνθρώποισι
  7. υπομένω, αντέχω, ανέχομαι
    χαλινὸν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται φέρειν
  8. άγω,οδηγώ, πάω, κυριολεκτικά και (μεταφορικά), γέρνω προς τα κάπου, τείνω, έκβαση
    ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν
    ἐς αἰσχύνην φέρει
    ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον
  9. αναφέρομαι, αφορώ, ισχύω
    φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν
  10. (στο γ πρόσωπο ως απρόσωπο) συμφέρει
  11. (στην προστακτική φέρε, συχνά ως επίρρημα) εμπρός, άντε
  12. φέρομαι μέσο: κουβαλώ ως δικό μου βάρος ή κουβαλάω για χάρη μου, αρπάζω, κερδίζω
  13. φέρομαι παθητικό: πολλές από τις παραπάνω έννοιες και συμπεριφέρομαι
  14. (στο γ πρόσωπο ως απρόσωπο) φέρεται
    ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις (:φέρεται ότι έζησε στα ιστορικά χρόνια)
    τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε και τη λέξη φορέω

Σύνθετα επεξεργασία

του ρήματος

άλλα σύνθετα

συνθετικά
-φερής Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φερής στο Βικιλεξικό όπως

-φορεύς Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φορεύς στο Βικιλεξικό όπως

-φόρος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φόρος στο Βικιλεξικό όπως

-φορος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φορος στο Βικιλεξικό όπως

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία