Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η στιχοπλόκος οι στιχοπλόκοι
      γενική του/της στιχοπλόκου των στιχοπλόκων
    αιτιατική τον/τη στιχοπλόκο τους/τις στιχοπλόκους
     κλητική στιχοπλόκε στιχοπλόκοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιχοπλόκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στιχοπλόκος < αρχαία ελληνική στίχ(ος) + -ο- + -πλόκος (πλέκω) κατά το δολοπλόκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sti.xoˈplo.kos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στιχοπλόκος αρσενικό ή θηλυκό

  1. στιχουργός, στιχοποιός
  2. (μειωτικό) (ειρωνικό) χαρακτηρισμός ατάλαντου και ανέμπνευστου στιχουργού

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία