ριμαδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ριμαδόρος αρσενικό
- αυτός που φτιάχνει αυτοσχέδιες ρίμες
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ριμαδόρος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ριμαδόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας