Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταθερότητα οι σταθερότητες
      γενική της σταθερότητας των σταθεροτήτων
    αιτιατική τη σταθερότητα τις σταθερότητες
     κλητική σταθερότητα σταθερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταθερότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταθερότης (αιτιατιτική σταθερότητα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stabilité[1] Δείτε και ἵστημι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sta.θeˈɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐θε‐ρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταθερότητα θηλυκό

  • ιδιότητα αυτού που είναι σταθερός:
    1. που δεν μεταβάλλεται εύκολα
      Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ασχολείται με την σταθερότητα των τιμών.
    2. χημική σταθερότητα
    3. που παραμένει στην ίδια θέση ή στην ίδια (συνήθως επιθυμητή) κατάσταση
      Η καλή θεμελίωση συμβάλλει στη σταθερότητα των τοίχων.
      απειλείται η σταθερότητα της οικονομίας

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

επίσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σταθερότητα