Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάσταση οι καταστάσεις
      γενική της κατάστασης* των καταστάσεων
    αιτιατική την κατάσταση τις καταστάσεις
     κλητική κατάσταση καταστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάσταση < αρχαία ελληνική κατάστα(σις) + -ση. Για σύγχρονους όρους, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική état[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + στάση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.sta.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάσταση θηλυκό

  1. ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάτι σε δεδομένο τόπο και χρόνο | οι φυσικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες υπάρξεως
    τρέχουσα κατάσταση, οικογενειακή κατάσταση
  2. πίνακας, λίστα, κατάλογος στον οποίο υπάρχουν ονόματα ή και άλλα στοιχεία σύμφωνα με μια ιδιότητά τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία