Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσταθεροποίηση οι αποσταθεροποιήσεις
      γενική της αποσταθεροποίησης* των αποσταθεροποιήσεων
    αιτιατική την αποσταθεροποίηση τις αποσταθεροποιήσεις
     κλητική αποσταθεροποίηση αποσταθεροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσταθεροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσταθεροποίηση < αποσταθεροποιώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσταθεροποίηση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία