Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευστάθεια οι ευστάθειες
      γενική της ευστάθειας των ευσταθειών
    αιτιατική την ευστάθεια τις ευστάθειες
     κλητική ευστάθεια ευστάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευστάθεια < ευ + ρ.θ. σταθ- (του εστάθην, παθ. αόριστος του ίστημι=στέκομαι) + -εια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευστάθεια θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

η κατάσταση σταθερότητας, χωρίς κλυδωνισμούς ή μεταβολές

η ευστάθεια του πολιτεύματος
πρέπει να το κρατάς, διότι έχει χάσει την ευστάθειά του

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία