σουβλατζίδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουβλατζίδικο < σουβλατζ(ής) + -ίδικο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουβλατζίδικο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
- (οικείο) (ειρωνικό) σουβλακερί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουβλατζίδικο
|