Δείτε επίσης: Σούβλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σούβλα οι σούβλες
      γενική της σούβλας των σουβλών
    αιτιατική τη σούβλα τις σούβλες
     κλητική σούβλα σούβλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
1958 - ψήσιμο αρνιών στη σούβλα από Έλληνες στρατιώτες

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούβλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σούβλα < λατινική subula[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sūdʰlā < *- + *-dʰlā, συγγενές με το (λατινικά) suo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsu.vla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σού‐βλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούβλα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία