σουβλατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουβλατζής < σουβλά(κι) + -τζής
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουβλατζής αρσενικό (θηλυκό σουβλατζού)
- (επάγγελμα) ο πλανόδιος, ή μόνιμα εγκατεστημένος ψήστης που ψήνει και πουλάει σουβλάκια έτοιμα για κατανάλωση,
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ψητοπωλείου που πουλάει έτοιμα σουβλάκια
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουβλατζής
|