Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουβλατζής οι σουβλατζήδες
      γενική του σουβλατζή των σουβλατζήδων
    αιτιατική τον σουβλατζή τους σουβλατζήδες
     κλητική σουβλατζή σουβλατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουβλατζής < σουβλά(κι) + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουβλατζής αρσενικό (θηλυκό σουβλατζού)

  1. (επάγγελμα) ο πλανόδιος, ή μόνιμα εγκατεστημένος ψήστης που ψήνει και πουλάει σουβλάκια έτοιμα για κατανάλωση,
  2. (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ψητοπωλείου που πουλάει έτοιμα σουβλάκια

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία