-ίδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ίδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του -ίδικος
Επίθημα επεξεργασία
-ίδικο
- επίθημα ουδέτερων μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνει το κατάστημα στο οποίο μπορούμε να βρούμε ή ν' αγοράσουμε ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη