πυκνωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυκνωτικός < ελληνιστική κοινή πυκνωτικός < αρχαία ελληνική πυκνόω < πυκνός
- πυκνωτικός < πυκνωτής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική condenser[1] [2])
Επίθετο επεξεργασία
πυκνωτικός
- που έχει σχέση με πύκνωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με πυκνωτή, αναφέρεται σ’ αυτόν ή λειτουργεί με πυκνωτή]
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυκνωτικός
|
- ↑ πυκνωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πυκνωτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)