Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

condenser < λατινική condenso

  Ρήμα επεξεργασία

condenser (fr)

  1. συμπυκνώνω
    condenser du lait - συμπυκνώνω γάλα
  2. συμπιέζω
    condenser un gaz - συμπιέζω ένα αέριο
  3. (μεταφορικά) συμπτύσσω
    condenser un texte - συμπτύσσω ένα κείμενο

Συγγενικά επεξεργασία