condensation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
condensation | condensations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
condensation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
condensation | condensations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
condensation (fr) θηλυκό
- η συμπύκνωση
- (μεταφορικά) η υγρασία, η δροσιά
- il y a de la condensation sur les vitres - τα τζάμια έχουν υγρασία
- η συγκέντρωση ηλεκτρικών φορτίων σε έναν αγωγό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη condenser