Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυκνωτής οι πυκνωτές
      γενική του πυκνωτή των πυκνωτών
    αιτιατική τον πυκνωτή τους πυκνωτές
     κλητική πυκνωτή πυκνωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το σύμβολο του πυκνωτή.
 
Οχτώ πυκνωτές με ασημί χρώμα, δύο πυκνωτές με μαύρο και ένας πυκνωτής με μπλε χρώμα, επάνω σε μπλε πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυκνωτής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική condensateur < condenser (συμπυκνώνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυκνωτής αρσενικό

  • (ηλεκτρολογία) γραμμικό, παθητικό ηλεκτρικό στοιχείο που αποθηκεύει ενέργεια σε ένα ηλεκτρικό πεδίο
    σύμβολο: C

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία