πρόδρομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πρόδρομος | οι | πρόδρομοι |
γενική | του/της του |
προδρόμου πρόδρομου |
των | προδρόμων |
αιτιατική | τον/την | πρόδρομο | τους/τις τους |
προδρόμους πρόδρομους |
κλητική | πρόδρομε | πρόδρομοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. Δείτε και την κλίση του επιθέτου. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόδρομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόδρομος. Συγχρονικά αναλύεται σε πρό- + δρόμ(ος) + -ος.
- το επίθετο > (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική prodrome < λατινικά prodromus < αρχαία ελληνική πρόδρομος)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ðɾo.mos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόδρομος αρσενικό ή θηλυκό
- που προπορεύεται
- που εμφανίζεται πριν από κάποιον άλλον
- (συνεκδοχικά) που προπαρασκευάζει τη δράση άλλου
Συγγενικά επεξεργασία
- προδρομικά
- προδρομικός
- Πρόδρομος
- → δείτε τις λέξεις προ και δρόμος
Επίθετο επεξεργασία
πρόδρομος, -η, -ο
- που προηγείται και προαναγγέλλει
- πρόδρομες εργασίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουσιαστικό
|
επίθετο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πρόδρομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας