précurseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
précurseur | précurseurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
précurseur (fr) αρσενικό
Επίθετο επεξεργασία
précurseur (fr)
ενικός | πληθυντικός |
précurseur | précurseurs |
précurseur (fr) αρσενικό
précurseur (fr)