Δείτε επίσης: Πρόδρομου, Προδρόμου, προδρόμου

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρόδρομου αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του πρόδρομος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (πρόδρομο) του πρόδρομος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πρόδρομου αρσενικό