πιάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιάτο | τα | πιάτα |
γενική | του | πιάτου | των | πιάτων |
αιτιατική | το | πιάτο | τα | πιάτα |
κλητική | πιάτο | πιάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piatto < λατινική platus < αρχαία ελληνική πλατύς (αντιδάνειο) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpça.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πιά‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιάτο ουδέτερο
- (κουζινικά) σκεύος στο οποίο σερβίρουμε φαγητό, γλυκό ή φρούτα
- (κατ’ επέκταση) η ποσότητα τροφής που χωράει σε αυτό
- ↪ Έφαγε δύο πιάτα μακαρόνια.
- (συνεκδοχικά) το κάθε φαγητό που σερβίρεται στο τραπέζι
- ↪ πρώτο / δεύτερο / τρίτο πιάτο
- ↪ Δημιουργήσαμε καινούριο πιάτο για χορτοφάγους.
- (μεταφορικά) αντικείμενο που μοιάζει ή θυμίζει πιάτο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
πιάτα και πιατικά: δείτε
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιάτο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πιάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013., σελ. 456