Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιατοθήκη οι πιατοθήκες
      γενική της πιατοθήκης των πιατοθηκών
    αιτιατική την πιατοθήκη τις πιατοθήκες
     κλητική πιατοθήκη πιατοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πιατοθήκη

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιατοθήκη < πιάτο + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιατοθήκη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία