Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bord bords

bord (fr) αρσενικό

  1. η άκρη
  2. η περιφέρεια ενός κυκλικού αντικειμένου, πχ ενός πιάτου
  3. το μπορ, ο γύρος του καπέλου



Δανικά (da) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bord (no) ουδέτερο



Ιρλανδικά γαελικά (ga) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bord (ga)



Νορβηγικά (no) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bord (no) ουδέτερο



Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bord (nl) ουδέτερο



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bord (sv) ουδέτερο