περιθωριοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιθωριοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου περιθωριοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
περιθωριοποιημένος -η -ο
- που ζει στο περιθώριο, συνήθως επειδή εκεί έχει εξωθηθεί από ισχυρότερες δυνάμεις (κοινωνικές, εργασιακές κ.λπ.), απομονωμένος, μακριά από τα κέντρα των αποφάσεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιθωριοποιημένος