περιθώριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιθώριο < ελληνιστική *περιθεώριον < ελληνιστική κοινή περιθεωρέω / περιθεωρῶ < περί + αρχαία ελληνική θεωρέω / θεωρῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική marge)
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιθώριο ουδέτερο
- άγραφο τμήμα γύρω-γύρω σε σελίδα τυπωμένου βιβλίου ή αντίστοιχο τμήμα σελίδας τετραδίου
- (κατ’ επέκταση) το διάστημα, η απόσταση, χρονική ή υλική, που υπάρχει γύρω από κάτι που θεωρείται κεντρικό και κύριο
- (μεταφορικά) η απόκλιση από αυτό που θεωρείται ως κοινωνικό πρότυπο και είναι μερικώς ανεκτή από την κοινωνία
Παράγωγα επεξεργασία
- περιθωριακά
- περιθωριακός
- περιθωριοποίηση
- περιθωριοποιώ
- → δείτε τις λέξεις περί και θεωρώ