Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωθώ < αρχαία ελληνική ἐξωθέω / ἐξωθῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pousser)

  Ρήμα επεξεργασία

εξωθώ (παθητική φωνή: εξωθούμαι)

  1. ωθώ με βία και προς τα έξω
  2. (μεταφορικά) πιέζω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει ή κάτι που θα έχει άσχημα αποτελέσματα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία