παραθαλάσσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραθαλάσσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραθαλάσσιος / παραθαλάττιος < παρα- + θαλάσσιος
Επίθετο επεξεργασία
παραθαλάσσιος, -α, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παραθαλάσσια
- → δείτε τις λέξεις παρά και θάλασσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραθαλάσσιος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθαλάσσιος, -ος, -ον και -ος, -α, -ον
- που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα
- ※ τῆς Ἱστιαιώτιδος τὰς παραθαλασσίας χώρας πάσας ἐπέδραμον (Ηρόδοτος, Η (Ουρανία), 23)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παραθαλάσσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραθαλάσσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.