Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός coastal
συγκριτικός more coastal
υπερθετικός most coastal

  Ετυμολογία επεξεργασία

coastal < coast + -al

  Επίθετο επεξεργασία

coastal (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό)

  • παράκτιος, παραθαλάσσιος, που αναφέρεται στην ακτή
    coastal navigation - παράκτια ναυσιπλοΐα
    a coastal town - μια παραθαλάσσια πόλη
    There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.

  Πηγές επεξεργασία