Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεόφερτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Άλλες μορφές
1.3.2
Συνώνυμα
1.3.3
Συγγενικά
1.3.4
Δείτε επίσης
1.3.5
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νεόφερτ
ος
η
νεόφερτ
η
το
νεόφερτ
ο
γενική
του
νεόφερτ
ου
της
νεόφερτ
ης
του
νεόφερτ
ου
αιτιατική
τον
νεόφερτ
ο
τη
νεόφερτ
η
το
νεόφερτ
ο
κλητική
νεόφερτ
ε
νεόφερτ
η
νεόφερτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νεόφερτ
οι
οι
νεόφερτ
ες
τα
νεόφερτ
α
γενική
των
νεόφερτ
ων
των
νεόφερτ
ων
των
νεόφερτ
ων
αιτιατική
τους
νεόφερτ
ους
τις
νεόφερτ
ες
τα
νεόφερτ
α
κλητική
νεόφερτ
οι
νεόφερτ
ες
νεόφερτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεόφερτος
<
νέος
+
-ο-
+
φέρνω
+
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
neˈo.feɾ.tos
/
Επίθετο
επεξεργασία
νεόφερτος, -η, -ο
που που τον έχουν
φέρει
πρόσφατα
, που έχει
έρθει
πρόσφατα
≈
συνώνυμα
:
νεοφερμένος
που έχει
εισαχθεί
ή
καθιερωθεί
πρόσφατα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
νιόφερτος
Συνώνυμα
επεξεργασία
νέηλυς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
νέος
και
φέρνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
άβγαλτος
νέοπας
νεοσύλλεκτος
πρωτάρης
στραβάδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεόφερτος
αρχαία ελληνικά
:
νέηλυς
αγγλικά
:
newcomer
(en)
,
tenderfoot
(en)
,
blue-head
(en)
γαλλικά
:
nouveau
(fr)
(
ουσιαστικό
),
nouvel arrivant
(fr)
,
bleu
(fr)
(
στρατιώτης
),
bizuth
(fr)
(
μαθήτης
)