Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσφατα < πρόσφατος +

  Επίρρημα επεξεργασία

πρόσφατα

  • στο κοντινό παρελθόν
    να σου πω για μια ταινία που είδα πρόσφατα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρόσφατα