Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοσύλλεκτος οι νεοσύλλεκτοι
      γενική του νεοσύλλεκτου
νεοσυλλέκτου
των νεοσύλλεκτων
νεοσυλλέκτων
    αιτιατική τον νεοσύλλεκτο τους νεοσύλλεκτους
νεοσυλλέκτους
     κλητική νεοσύλλεκτε νεοσύλλεκτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοσύλλεκτος < νεο- + συλλέγω + -τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοσύλλεκτος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

στρατιωτική αργκό:

  Μεταφράσεις επεξεργασία