Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκάου-μπίου < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκάου-μπίου αρσενικό, άκλιτο

  1. άσχετος, βλάκας, αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται, που είναι φευγάτος
     συνώνυμα: γκάου
  2. (στρατιωτική αργκό) ειρωνική προσφώνηση του νεοσύλλεκτου, του νέου φαντάρου· γκάβακας, στραβάδι

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία