νεογέννητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεογέννητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεογέννητος < νεο- + γεννώ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.oˈʝe.ni.tos/
Επίθετο επεξεργασία
νεογέννητος, -η, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεογέννητος
|