νιογέννητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νιογέννητος < νεογέννητος
Επίθετο επεξεργασία
νιογέννητος, -η, -ο
- (προφορικό) άλλη μορφή του νεογέννητος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιογέννητος
|
νιογέννητος, -η, -ο
|