μονόλοβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μονόλοβος, -η, -ο
- που έχει έναν λοβό
- (αρχιτεκτονική) που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με ένα μικρό τόξο
- (ουσιαστικοποιημένο) (αρχιτεκτονική) μονόλοβο: άνοιγμα ή παράθυρο που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με ένα μικρό τόξο