μονόλοβο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονόλοβο | τα | μονόλοβα |
γενική | του | μονόλοβου | των | μονόλοβων |
αιτιατική | το | μονόλοβο | τα | μονόλοβα |
κλητική | μονόλοβο | μονόλοβα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονόλοβο ουδέτερο