υπέρθυρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπέρθυρο | τα | υπέρθυρα |
γενική | του | υπέρθυρου | των | υπέρθυρων |
αιτιατική | το | υπέρθυρο | τα | υπέρθυρα |
κλητική | υπέρθυρο | υπέρθυρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπέρθυρο < αρχαία ελληνική ὑπέρθυρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπέρθυρο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) η δομική αλλά και διακοσμητική κατασκευή από διάφορα υλικά (μάρμαρο, ξύλο) που βρίσκεται πάνω από θύρα ή παράθυρο