διακοσμητική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακοσμητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διακοσμητικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακοσμητική θηλυκό
- η τέχνη της διακόσμησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακοσμητική
|
διακοσμητική θηλυκό
|