ὑπέρθυρον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑπέρθυρον | τὰ | ὑπέρθυρᾰ |
γενική | τοῦ | ὑπερθύρου | τῶν | ὑπερθύρων |
δοτική | τῷ | ὑπερθύρῳ | τοῖς | ὑπερθύροις |
αιτιατική | τὸ | ὑπέρθυρον | τὰ | ὑπέρθυρᾰ |
κλητική ὦ! | ὑπέρθυρον | ὑπέρθυρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπερθύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπερθύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὑπέρθυρον ουδέτερο
- αυτό που βρίσκεται πάνω από τη θύρα