Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
μηχάνημα προβολής μικροφίλμ

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροφίλμ < αγγλική microfilm < micro- (<αρχαία ελληνική μικρός) + film (< μέση αγγλική filme < αγγλοσαξονικά filmen < πρωτογερμανική *filminją ‎(δέρμα, μεμβράνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pélno-mo (μεμβράνη) < *pel- ‎(καλύπτω, δέρμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροφίλμ ουδέτερο άκλιτο

  • (λεπτό) φιλμ στο οποίο έχουν αποτυπωθεί αντίγραφα βιβλίων, εγγράφων κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία