Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
φωτογραφικό φιλμ
 
κινηματογραφικό φιλμ

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλμ < αγγλική film < μέση αγγλική filme < αγγλοσαξονικά filmen < πρωτογερμανική *filminją ‎(δέρμα, μεμβράνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pélno-mo (μεμβράνη) < *pel- ‎(καλύπτω, δέρμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfilm/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλμ ουδέτερο άκλιτο

  1. λεπτό και εύκαμπτο πλαστικό ειδικά επεξεργασμένο για να αποτυπώνει εικόνες για φωτογράφηση ή κινηματογράφηση
  2. (τέχνη) κινηματογραφική ταινία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία