Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεμβράνη οι μεμβράνες
      γενική της μεμβράνης των μεμβρανών
    αιτιατική τη μεμβράνη τις μεμβράνες
     κλητική μεμβράνη μεμβράνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεμβράνη < ελληνιστική κοινή μεμβρᾶνα < λατινική membrana

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meɱˈvɾa.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεμβράνη και μεμβράνα θηλυκό

  • διαχωριστικό μέσο, το οποίο δύναται να διαχωρίσει ένα μείγμα ουσιών σε δύο επιμέρους κλάσματα, ένα σε κάθε πλευρά του

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία