film
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
film | films |
film (en)
- (κινηματογράφος) η ταινία, το φιλμ
- (κινηματογράφος) το φιλμ, το πλαστικό για να αποτυπώνει εικόνες για φωτογράφηση ή κινηματογράφηση
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | film |
γ΄ ενικό ενεστώτα | films |
αόριστος | filmed |
παθητική μετοχή | filmed |
ενεργητική μετοχή | filming |
film (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
film | films |
film (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
film (it)
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
film (nl)
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
film (pl) αρσενικό
- το φιλμ
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- filmografia
- filmolog
- filmologia
- filmoteka
- filmoznawca
- filmoznawczy
- filmoznawstwo
- mikrofilm
- wideofilm
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
film (sr)
- λατινική γραφή του филм
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
film (sk)