Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λαμπαδηφόρος οι λαμπαδηφόροι
      γενική του/της λαμπαδηφόρου των λαμπαδηφόρων
    αιτιατική τον/τη λαμπαδηφόρο τους/τις λαμπαδηφόρους
     κλητική λαμπαδηφόρε λαμπαδηφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμπαδηφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαμπαδηφόρος (επίθετο) < λαμπάδ(ος) + -η- + -φόρος (< φέρω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lam.ba.ðiiˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπα‐δη‐φό‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαμπαδηφόρος αρσενικό ή θηλυκό

  • που κρατάει έναν πυρσό σε δημόσια πομπή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «λαμπαδηφορία, λαμπαδηφόρος (ως ουσιαστικό κοινού γένους)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λαμπαδηφόρος τὸ λαμπαδηφόρον
      γενική τοῦ/τῆς λαμπαδηφόρου τοῦ λαμπαδηφόρου
      δοτική τῷ/τῇ λαμπαδηφόρ τῷ λαμπαδηφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν λαμπαδηφόρον τὸ λαμπαδηφόρον
     κλητική ! λαμπαδηφόρε λαμπαδηφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λαμπαδηφόροι τὰ λαμπαδηφόρ
      γενική τῶν λαμπαδηφόρων τῶν λαμπαδηφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς λαμπαδηφόροις τοῖς λαμπαδηφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λαμπαδηφόρους τὰ λαμπαδηφόρ
     κλητική ! λαμπαδηφόροι λαμπαδηφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαμπαδηφόρω τὼ λαμπαδηφόρω
      γεν-δοτ τοῖν λαμπαδηφόροιν τοῖν λαμπαδηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμπαδηφόρος < λαμπάδ(ος) + -η- + -φόρος (< φέρω) [1]

  Επίθετο επεξεργασία

λαμπαδηφόρος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία