Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρσός οι πυρσοί
      γενική του πυρσού των πυρσών
    αιτιατική τον πυρσό τους πυρσούς
     κλητική πυρσέ πυρσοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρσός < αρχαία ελληνικήπυρσός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρσός αρσενικό

  1. φορητό αντικείμενο στην άκρη του οποίου καίει φωτιά για να φωτίζει τη νύχτα


Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρσός < πῦρ


  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρσός

  1. ο πυρσός
  2. (στην δωρική) ο ξανθός, ο κοκκινόξανθος, ο ερυθροκίτρινος, ο ερυθρωπός (αυτός ο οποίος στην αττική λεγόταν πυρρός, ή πυρρόχρους, πυρωπός, πυρώδης)